ανεδαφικό(ν)

ανεδαφικό(ν)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεδαφικό(ν)" в других словарях:

  • Κιούχελμπεκερ, Βίλχελμ Κάρλοβιτς — (Wilhelm Karlovich Kuechelbecker, Αγία Πετρούπολη 1791 – Τομπλόσκ 1846). Ρώσος λογοτέχνης, γερμανικής καταγωγής. Ήταν γόνος οικογένειας ευγενών. Το 1817 αποφοίτησε από το λύκειο στο Τσάρσκοε Σελό, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους… …   Dictionary of Greek

  • Μπερκ, Έντμουντ — (Edmund Burke, Δουβλίνο 1728; – Μπίκονσφιλντ 1797). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Εκτός από τις αξιόλογες επιδόσεις του στο πεδίο της αισθητικής (είναι γνωστή η μελέτη του Φιλοσοφική έρευνα επί της καταγωγής των ιδεών μας περί του… …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»